κρέμβαλον

κρέμβαλον
κρέμβαλον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα
κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό τού χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. *kre-b- τής ΙΕ ρίζας *ker-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου (n), το οποίο λόγω τού χειλικού (-b-[μπ]) ετράπη αφομοιωτικά σε -μ- (έτσι: κρεβ- > κρε-μ-β-)
για το επίθημα -αλον τού τ. πρβλ. κρότ-αλον, ρόπ-αλον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρέμβολα — κρέμβολα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) πηνία, καρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. κρέμβαλον*] …   Dictionary of Greek

  • κρεμβαλιάζω — (Α) [κρέμβαλον] κρατώ τον ρυθμό κρούοντας τα κρέμβαλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”